αναισθητικός

αναισθητικός
-ή, -ό [αναίσθητος ή αναισθητώ]
1. αυτός που προκαλεί σωματική αναισθησία
2. Ιατρ. το ουδ. ως ουσ. φαρμακευτική ουσία για την πρόκληση αναισθησίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναισθητικός — ή, ό 1. αυτός που φέρνει αναισθησία: Υπάρχουν πολλά αναισθητικά φάρμακα. 2. αυτός που έχει σχέση με την αναισθησία: Έκαμε αναισθητικές εισπνοές. 3. αυτός που προκαλείται με αναισθητικό φάρμακο: Οι γιατροί προκάλεσαν στον άρρωστο αναισθητικό ύπνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναίσθητος — η, ο (Α ἀναίσθητος, ον) 1. αυτός που δεν αισθάνεται, που δεν έχει αίσθηση ή αισθητικότητα 2. αμβλύς, νωθρός κατά τις αισθήσεις τής ηδονής και τού πόνου 3. ο δίχως συναίσθηση, απαθής, αδιάφορος, ασυγκίνητος, ανάλγητος 4. αυτός που έχασε τις… …   Dictionary of Greek

  • αναισθησιτικός — ή, ό (φάρμακο) που προκαλεί αναισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναισθησία + (ι)τικός ορθότερος ο επικρατήσας τύπος αναισθητικός (< αναίσθητος ή αναισθητώ)] …   Dictionary of Greek

  • αναισθητήριος — ια, ιο [αναίσθητος] αυτός που επιφέρει σωματική αναισθησία, ο αναισθητικός …   Dictionary of Greek

  • καρωτικός — ή, ό (Α καρωτικός, ή, όν) [καρώ (II)] αυτός που επιφέρει κάρωση, αναισθητικός, ναρκωτικός, υπνωτικός …   Dictionary of Greek

  • ναρκωτικός — ή, ὁ (Α ναρκωτικός, ή, όν) [ναρκώνω] αυτός που επιφέρει νάρκωση, που προκαλεί αναισθησία, αναισθητικός («ἱσως και να μεταχειριστεί την αδιάκοπη κίνηση για ναρκωτικό τών αισθήσεων», Παπαντ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ναρκωτικά α) τοξικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”